φθορισμός

φθορισμός
Η εκπομπή από μερικές ουσίες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων συχνότητας μικρότερης από τις συχνότητες που αποτελούν την προσπίπτουσα ακτινοβολία. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε αρχικά στον φθορίτη, με τη διαπίστωση ότι, όταν το φως διασχίσει έναν κρύσταλλο του ορυκτού αυτού, μεταβάλλεται η σύνθεση του φάσματος: μετά τη διέλευση, εμφανίζονται μεγαλύτερα μήκη κύματος (μικρότερη συχνότητα). Ο φ. είναι χαρακτηριστική ιδιότητα πολλών άλλων ουσιών, εκτός του φθορίτη, που προκαλείται από προσπίπτουσες ακτινοβολίες ηλεκτρομαγνητικής φύσης. Το φαινόμενο είναι δυνατόν να ερμηνευτεί με την κβαντική διάρθρωση των ατόμων και των μορίων (άτομο, κβάντο, μόριο). Ο φ. είναι δυνατόν να ερμηνευτεί αν δεχτούμε ότι η προσπίπτουσα ακτινοβολία προκαλεί στα άτομα ή στα μόρια μια κατάσταση διέγερσης, δηλαδή μετάταξης ηλεκτρονίων σε συνδυασμούς μεγαλύτερης ενέργειας. Τη φάση διέγερσης ακολουθεί, ύστερα από ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, μια φάση αποδιέγερσης, που συντελείται με την αντίστροφη μετάταξη. Στις φθορίζουσες ουσίες, η αποδιέγερση αυτή πραγματοποιείται μερικώς με διαδοχικές μετατάξεις σε ενδιάμεσες ενεργειακές καταστάσεις, μεταξύ της διέγερσης και της αποδιέγερσης. Στις διαδοχικές αυτές μετατάξεις εκπέμπονται συχνότητες μικρότερες από εκείνη που εκπέμπεται στην κατευθεία μετάταξη. Από αυτό προκύπτει ότι στη σύνθεση του φάσματος του φωτός που προέρχεται από μια φθορίζουσα ουσία εμφανίζονται, εκτός από τις συχνότητες που χαρακτηρίζουν την προσπίπτουσα ακτινοβολία, άλλες μικρότερες συχνότητες. Δύο παραδείγματα, από τις πολλές εφαρμογές του φ., αποτελούν οι φθορίζουσες οθόνες που χρησιμοποιούνται στην ακτινολογία ή στην τηλεόραση. Και στις δύο περιπτώσεις, η προσπίπτουσα στην οθόνη ακτινοβολία –ακτίνες X και ηλεκτρόνια, αντίστοιχα– δεν είναι κατευθείαν ορατή από το ανθρώπινο μάτι, επειδή έχει πολύ υψηλή συχνότητα, ενώ είναι ορατές οι ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες που εκπέμπονται εξαιτίας του φθορισμού. Εικόνα του παπαγάλου σε κανονικό και σε υπεριώδες φως με το φαινόμενο του φθορισμού που ενισχύει τα χαρακτηριστικά του φύλου του (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο, Ν
1. φυσ. η ιδιότητα ορισμένων υλικών να απορροφούν το φως και στη συνέχεια να τό επανεκπέμπουν με μεγαλύτερο μήκος κύματος, φαινόμενο που αναστέλλεται όταν διακοπεί ο φωτισμός τού υλικού, σε αντιδιαστολή προς τον φωσφορισμό, που διατηρείται για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα
2. φρ. λαμπτήρας φθορισμού» — επιχρισμένος εσωτερικά με φθορίζουσα ουσία γυάλινος σωλήνας, όπου έχει εισαχθεί μία σταγόνα υδραργύρου και ένα ευγενές αέριο υπό ελαττωμένη πίεση, χάρη στα οποία, όταν στο εσωτερικό του συντελούνται ηλεκτρικές εκκενώσεις, εκπέμπεται υπεριώδης ακτινοβολία η οποία γίνεται ορατή και παράγεται φως καθώς αυτή διέρχεται από το επίχρισμα τής φθορίζουσας ουσίας
β) «φθορισμός ακτίνων Χ» — φαινόμενο φθορισμού προκαλούμενο από την πρόσπτωση μιας δέσμης ακτίνων Χ σε κατάλληλο φθορίζον υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fluorescence].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φθορισμός — ο ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να εκπέμπουν φως, όταν δέχονται ακτινοβολία ορατή ή αόρατη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυοφθορισμός — ο φυσ. η εκπομπή φωτεινής ακτινοβολίας από ορισμένα σώματα, όπως είναι η αλκοόλη και ο διθειάνθρακας, όταν αυτά ψυχθούν στη θερμοκρασία τού υγροποιημένου αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • φωσφορισμός — Φωσφορίζουσες ονομάζονται οι ουσίες που όταν εκτεθούν σε μια ακτινοβολία, εκπέμπουν φως για ένα, μεγαλύτερο ή μικρότερο, χρονικό διάστημα. Ο φ. ερμηνεύεται όπως και ο φθορισμός. Η προσπίπτουσα ακτινοβολία προκαλεί στα άτομα και στα μόρια της… …   Dictionary of Greek

  • φωσφορισμός — ο 1. το να φωσφορίζει κάτι. 2. παραγωγή δευτερογενούς φωτοβολίας από σώμα που βρέθηκε στην επίδραση ορισμένης ακτινοβολίας, η οποία όμως έπαψε να ακτινοβολεί, ο φθορισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”